- καταταλαιπωρώ
- (Μ καταταλαιπωρῶ, -έω)ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, καταβασανίζω, υποβάλλω σε πολλές ή φοβερές ταλαιπωρίεςμσν.(ενεργ. και παθ.) βασανίζομαι από ταλαιπωρίες, καταθλίβομαι («δεσμοῑς ἀφύκτοις καταταλαιπωρήσας», Θεοφύλ. Σ.).
Dictionary of Greek. 2013.